νταράχ
(ουσ. ουδ.)
νταράχ
[daˈrax]
Αξ.
Από το τουρκ. tayarrat = α) απρόσμενα κέρδη, τυχερά β) παλαιότ. τουρκ., έσοδα εκτός προϋπολογισμού (Redhouse).
Ευκαιρία
Αξ.