ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντανισίκι (ουσ. ουδ.) τανισίκ’ [taniˈsik] Φλογ. τανι̂σ̑ι̂́χ [tanɯˈʃɯ] Φλογ. Aπό το τουρκ. ουσ. danışık, όπου και τύπ. tanışık = α) διαβούλιο β) προσποιητή συμφωνία (TSS, λ. danışık). Και παλαιότ. φρ. danışık etmek = κάνω συμβούλιο.
Συμβούλιο, διαβούλιο : Πεντ-έξ̇ι σαάτια σάν'νε τανι̂σ̑ι̂́χ’, το μανέ τ' δέ μο' να το εύρουν (Πέντ-έξι ώρες κάνουνε συμβούλιο, αλλά την σημασία του δεν μπορούν να τη βρουν) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Τα δύο ναίκες φκιάν’νε τανι̂σ̑ι̂́χ’ απεναντάλλο (Οι δύο γυναίκες κάνουν συνεννόηση μεταξύ τους) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812