ντανισίκι
(ουσ. ουδ.)
τανισίκ’
[taniˈsik]
Φλογ.
τανι̂σ̑ι̂́χ
[tanɯˈʃɯ]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ουσ. danışık, όπου και τύπ. tanışık = α) διαβούλιο β) προσποιητή συμφωνία (TSS, λ. danışık). Και παλαιότ. φρ. danışık etmek = κάνω συμβούλιο.
Συμβούλιο, διαβούλιο
:
Πεντ-έξ̇ι σαάτια σάν'νε τανι̂σ̑ι̂́χ’, το μανέ τ' δέ μο' να το εύρουν
(Πέντ-έξι ώρες κάνουνε συμβούλιο, αλλά την σημασία του δεν μπορούν να τη βρουν)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Τα δύο ναίκες φκιάν’νε τανι̂σ̑ι̂́χ’ απεναντάλλο
(Οι δύο γυναίκες κάνουν συνεννόηση μεταξύ τους)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812