ντάμι
(ουσ. ουδ.)
ντάμι
[ˈdami]
Μισθ.
ντάμ'
[dam]
Σινασσ., Τσαρικ.
τάμι
[ˈtami]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. dam = α) στέγη β) υπόστεγο γ) διαλεκτ., δωμάτιο, σπίτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tam (THADS, λ. tam I).
2. Δωμάτιο
Σινασσ.
:
Έχει δύο ντάμια σπίτι
(Έχει σπίτι με δύο δωμάτια)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333
Συνών.
δώμα :1, οντάς :1, σπίτι :3, φτάλμι :4
3. Μάντρα όπου ξεκουράζονται τα ζώα
Μισθ.