ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντάμι (ουσ. ουδ.) ντάμι [ˈdami] Μισθ. ντάμ' [dam] Σινασσ., Τσαρικ. τάμι [ˈtami] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. dam = α) στέγη β) υπόστεγο γ) διαλεκτ., δωμάτιο, σπίτι, όπου και διαλεκτ. τύπ. tam (THADS, λ. tam I).
1. Στέγη Τσαρικ., Φάρασ. Συνών. δώμα :2
2. Δωμάτιο Σινασσ. : Έχει δύο ντάμια σπίτι (Έχει σπίτι με δύο δωμάτια) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333 Συνών. δώμα :1, οντάς :1, σπίτι :3, φτάλμι :4
3. Μάντρα όπου ξεκουράζονται τα ζώα Μισθ.