νταλγαλατίζω
(ρ.)
ταλγαλατίζου
[talɣalaˈtizu]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. ρ. dalgalanmak = κυματίζω β) κυμαίνομαι.
Κυματίζω.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025