ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγλαντίζω (ρ.) νταγλανdι̂́ζω [daɣlaˈdɯzo] Αξ. νταγλατίζω [daɣlaˈtizo] Μαλακ. ταγλατίζω [taɣlaˈtizo] Φάρασ. ταγλατώ [taɣlaˈto] Φλογ. Aπό το τουρκ. ρ. dağlamak (αόρ. dağladı) = α) καυτηριάζω β) αμτβ., καίω γ) μτφ., πληγώνω.
1. Kαυτηριάζω ό.π.τ. Πβ. άφτω :2, καίω :4
2. Αμτβ., τσούζω, καίω Φάρασ.
3. Μτφ., στενοχωρώ κάποιον πολύ Φάρασ. Συνών. πατλαντίζω :3, στεναχωρώ