νταγλαντίζω
(ρ.)
νταγλανdι̂́ζω
[daɣlaˈdɯzo]
Αξ.
νταγλατίζω
[daɣlaˈtizo]
Μαλακ.
ταγλατίζω
[taɣlaˈtizo]
Φάρασ.
ταγλατώ
[taɣlaˈto]
Φλογ.
Aπό το τουρκ. ρ. dağlamak (αόρ. dağladı) = α) καυτηριάζω β) αμτβ., καίω γ) μτφ., πληγώνω.
2. Αμτβ., τσούζω, καίω
Φάρασ.