ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

νταγιτίζω (ρ.) νταγ̇ι̂τίζω [daɣɯˈtizo] Αραβαν., Μαλακ. νταγ̇ι̂τσίζω [daɣɯˈtsizo] Σεμέντρ. νταγουτσ̑ίζω [daɣuˈtʃizo] Τελμ. νταγ̇ι̂ντι̂́ζω [daɣɯˈdɯzo] Αξ. νταγι̂dώ [daɣɯˈdo] Φλογ. νταγι̂τ-τού [daɣɯtˈtu] Ουλαγ. νταγ'ντώ [daɣˈdo] Δίλ., Σίλ. νταγαdίζου [daɣa'dizu] Μισθ. Αόρ. νταγι̂́τ'σα [daˈɣɯtsa] Μαλακ., Σίλ. Προστ. νταγι̂́dα [daʹɣɯda] Φλογ. Από το τουρκ. ρ. dağıtmak = α) μοιράζω, διανέμω β) διασκορπίζω γ) διαλύω, όπου και διαλεκτ. τύπ. dağatmak.
1. Μοιράζω Αξ., Ουλαγ., Τελμ. : Σαbαχντάν το τσανό κόφτσ̑ει τόνα το βόιδ΄· γούλο νταγουτσ̑ίσ̑' το σα σ̑κυλιά (To πρωί ο τρελός κομματιάζει το ένα βόδι· το μοιράζει όλο στα σκυλιά) Τελμ. -Dawk. Όζαμαν ντα φικαρέα νταγι̂τ-τούν ψωμιά, παράγια, γεμέκια (Τότε στους φτωχούς μοιράζουν ψωμιά, λεφτά, φαγιά) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. μοιράζω, ταχσίζω
2. Διασκορπίζω Δίλ., Φλογ. : Πότε θερίζουμ’, ντάγντανεν τ’ αγκάλια (Όταν θερίζαμε, σκόρπιζε τα δεμάτια των σταχυών, ενν. ο αέρας) Δίλ. -ΙΛΝΕ 887 Όρνισα ούλου νταγίτσιν ντα (Η κότα τα σκόρπισε όλα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Παίρ' γέλλ'μα, προσ̑κυνά και ταγιτά το (Παίρνει το σιτάρι, σταυροκοπιέται και τον σκορπίζει) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811
β. Αμτβ., σκορπίζομαι, ξεχύνομαι Μισθ. : Αύριου Ντευτέρα να νταγαdίσουμ’ σα χόρτα (Αύριο Δευτέρα να ξεχυθούμε στα χόρτα· το έλεγε ο κλητήρας του χωριού που καλούσε όλους να πάνε για ανεύρεση χορταριού την Άνοιξη που ήταν απαραίτητη για την εξασφάλιση τροφής των ζώων ) Μισθ. -Κωστ.Μ.
γ. Μτφ., για συναισθήματα, διασκεδάζω Αραβαν. : Νταγ̇ι̂τίζω το μεράχι μ’ (Σκορπίζω, διώχνω τη στεναχώρια μου ) Αραβαν. -ΙΛΝΕ 887
3. Διώχνω Φλογ. : «Εdιά τα αράπ' νταγι̂́dα ντα. και νά σε πάρω» λέχ̑'· το παιδί τα αράπ' νταγι̂dά ντα («Αυτούς τους αράπηδες διώξε τους, και θα σε παντρευτώ" λέει· το παιδί διώχνει τους αράπηδες) Φλογ. -Dawk. Συνών. γατιαίνω :1, γιολαντίζω :3, κατακωλώ, κοβαλαντίζω, σαβντιρντίζω :1