γιολαντίζω
(ρ.)
γιολ-λαdι̂́ζω
[ʝollaˈdɯzo]
Αξ.
γιολαdίζω
[ʝolaˈdizo]
Αξ., Τροχ.
γιολ-λατίζω
[ʝollaˈtizo]
Φάρασ.
γιολ-λαdού
[ʝollaˈdu]
Ουλαγ.
γιολαdώ
[ʝolaˈdo]
Αραβ., Φλογ.
γιολ-λατώ
[ʝollaˈto]
Φάρασ.
γιολατώ
[ʝolaˈto]
Τσουχούρ., Φλογ.
γιοραdώ
[ʝoraˈdo]
Φλογ.
Παρατατ.
γιολ-λάτ'ζα
[ʝolˈlatza]
Αξ.
Αόρ.
γιολ-λάτ'σα
[ʝolˈlatsa]
Αξ., Αραβαν., Φερτάκ., Φλογ.
γιαλάτ'σα
[ʝaˈlatsa]
Μαλακ.
Νεότ. ρ. γιολα(ν)τίζω = ξαποστέλνω, ξεφορτώνομαι (Mackridge 2021: 106), το οπ. από το τουρκ. ρ. yollamak (αόρ. yolladı) = α) ταχυδρομώ β) στέλνω γ) παραπέμπω δ) ξεπροβοδίζω.
1. Στέλνω
ό.π.τ.
:
Βαβά τ' 'ντάμα τ' γιολ-λαdι̂́ζ̑' 'να νεφέρ'
(Ο πατέρας του μαζί του στέλνει ένα στρατιώτη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Το παιδί άλλο δεν το γιολατά σα κιοκλιούχια
(Το αγόρι δεν το στέλνει πια στα γαλόπουλα)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ
Χεγού μέρα γιολ-λάτ'ζεν ντα 'ς το γ̑βουνί 'ς τα ξ̑ύλα
(Κάθε μέρα τα έστελνε στο βουνό για ξύλα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πάλ' γιολ-λάτ'σε το χερίφο σο πατισάχο και λάλ'σε τσ̑ι να το πει
(Πάλι έστειλε τον άνθρωπο στον βασιλιά και του είπε τι να του πει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Γιολάτ'σεν σο παππά μ' χαρτί εγώνα να φύω σο χωριό
(Έστειλε γράμμα στον πατέρα μου εγώ να φύγω στο χωριό)
Φλογ.
Γιολάτ'σε το φσ̑άχı τ', «Άμε, κρέψε κι έλα το σ̑αμσ̑έκ'», να μετρήσ̑' τα λίρες
(Έστειλε το παιδί της, (λέγοντάς του) «Πήγαινε, ζήτα το μέτρο για τις ποσότητες στερεών κι έλα», για να μετρήσει τις λίρες)
Αξ.
-Dawk.
Γιολ-λάτ’σε μας λίγα παρέγια
(Στείλε μας λίγα χρήματα)
Αραβαν.
-Φωστ.
|| Παροιμ.
T' αγαπά το κορίτσ̑ι τ' κανείς στον άνdρα ντέν ντο ντίν', και τ' αγαπά το παιγί τ' στο ντιάσκαλε ντέν ντο γιολ-λαdι̂́ζ̑'
(Όποιος αγαπά το κορίτσι του δεν το δίνει σε άντρα, και όποιος αγαπά το παιδί του δεν το στέλνει στον δάσκαλο˙ αναφορά στο ότι παλιότερα πολλές σύζυγοι και πολλοί μαθητές κακοπερνούσαν)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
βέμπω, πιτάζω, σαλντώ
2. Ξεπροβοδίζω
Αξ., Μαλακ., Τσουχούρ.
:
Να κρέψω 'να κορίτσ̑', το πρόσωπό τ' γελαστό να γενεί, τ' μισεφιριούζ ουμ με το καλό να τα πάρ' απέσω, και με τα γέλια να τα γιολ-λαdι̂́σ'
(Θα γυρέψω ένα κορίτσι, το πρόσωπό της γελαστό να είναι, τους επισκέπτες μου με το καλό να τους πάρει μέσα […] και με τα γέλια να τους ξεπροβοδίζει)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Σηκώθ να φυ· έβκανι ντάμα του ν'τα γιολατήσει
(Σηκώθηκε να φύγει· βγήκε μαζί του να τον ξεπροβοδίσει)
Τσουχούρ.
-Παπαδ.
Συνών.
αποβγάλλω, σαβντιρντίζω :2, σαβουστουρντίζω :2
3. Διώχνω, φυγαδεύω, βγάζω έξω
Αξ., Φλογ.
:
Σάbαχτα τα βάλια σας να τα γιολαdίζιτ’, δέν εν’ πιστικός
(Αύριο τα βουβάλια σας να τα βγάλετε έξω (οι ίδιοι για βοσκοί), δεν είν' εδώ ο πιστικός)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Συνών.
γατιαίνω, κατακωλώ, κοβαλαντίζω, νταγιτίζω, σαβντιρντίζω :1