γιόνι
(ουσ. ουδ.)
γιόνι
[ˈʝoni]
Ποτάμ., Σινασσ., Φάρασ.
γιόνιν
[ˈʝonin]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yο̈n = α) κατεύθυνση β) πορεία γ) μεριά δ) διαλεκτ., όψη.
1. Tρόπος, μέθοδος αντιμετώπισης προβλήματος
Σινασσ., Φάρασ.
:
Μπέλκι να ναύρουνε το γιόνιν ντου
(Ίσως να βρούνε την λύση του)
Φάρασ.
-Dawk.
Πρέφτει να νάβρουμ' α γιόνι, τζ̑αι το μαναχόν του το γιόνι πάλι ένι ατέ του 'α σας πω
(Πρέπει να βρούμε έναν τρόπο, και ο μόνος τρόπος είναι αυτό που θα σας πω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
τσαρές
2. Όψη, πρόσωπο
Ποτάμ.
:
|| Ασμ.
Ας σε βγάλουμ’ ’ς την αυλή κι ασ’ την αυλή σο δώμα
ας γυρίσομ’ το γιόνι σου ’ς της ξενιτιάς τα μέρη
(Ας σε βγάλουμε στην αυλή κι απ’ την αυλή στο δώμαας γυρίσουμε το πρόσωπό σου στην ξενιτιάς τα μέρη
(Tο έλεγαν όταν πέθαινε κάποιος που είχε ξενιτεμένο παιδί, όταν έβγαζαν την σορό από το δωμάτιο όπου είχε πεθάνει)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ325 Συνών. πρόσωπο
ας γυρίσομ’ το γιόνι σου ’ς της ξενιτιάς τα μέρη
(Ας σε βγάλουμε στην αυλή κι απ’ την αυλή στο δώμαας γυρίσουμε το πρόσωπό σου στην ξενιτιάς τα μέρη
(Tο έλεγαν όταν πέθαινε κάποιος που είχε ξενιτεμένο παιδί, όταν έβγαζαν την σορό από το δωμάτιο όπου είχε πεθάνει)) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ325 Συνών. πρόσωπο