γιοντσαλίκι
(ουσ. ουδ.)
γιοντσαλι̂́χ'
[ʝontsaˈlɯx]
Σινασσ.
γιονdζελίχ̇ı
[ʝondzeˈlixi]
Σινασσ.
γοντσελίχ'
[ɣontseˈlix]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. yoncalık = χωράφι με τριφύλλι. Ο τύπ. γοντσελίχ αναλογ. προς τον τύπ. γοντσές, βλ. λ. γιοντσάς.
Χωράφι με τριφύλλια
:
Το γιονdζελίχ̇ı μας πάτ’σεν το σέλι
(Το τριφυλλοχώραφό μας το πλημμύρησε η νεροποντή)
Σινασσ.
-ΚΜΣ-ΚΠ333