ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοντσαλίκι (ουσ. ουδ.) γιοντσαλι̂́χ' [ʝontsaˈlɯx] Σινασσ. γιονdζελίχ̇ı [ʝondzeˈlixi] Σινασσ. γοντσελίχ' [ɣontseˈlix] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. yoncalık = χωράφι με τριφύλλι. Ο τύπ. γοντσελίχ αναλογ. προς τον τύπ. γοντσές, βλ. λ. γιοντσάς.
Χωράφι με τριφύλλια : Το γιονdζελίχ̇ı μας πάτ’σεν το σέλι (Το τριφυλλοχώραφό μας το πλημμύρησε η νεροποντή) Σινασσ. -ΚΜΣ-ΚΠ333