γιολαχλάτημα
(ουσ. ουδ.)
γιολαχλάτ’μα
[ʝolaˈxlatma]
Φάρασ.
Από το θ. γιολαχλατη- του ρ. γιολαχλατώ και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Επίσκεψη
Συνών.
γιοκλάντημα :2, ογρατιέσιμο