γιοκλούκι
(ουσ. ουδ.)
γιοκλούκ'
[ʝoˈkluk]
Μαλακ., Σίλατ.
γιοκλούχ'
[ʝoˈklux]
Μισθ.
γιοχλούχ̇ι
[ʝoxˈluxi]
Φάρασ.
γιογλι-έχι
[ʝoɣliˈeçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yokluk = α) απουσία, ανυπαρξία β) έλλειψη, ανέχεια.
Ανέχεια, φτώχεια.
ό.π.τ.
:
Τρία χρόνες τζ̑αστεύταμ' μο την πείνα τζ̑αι το γιογλιέχι
(Τρία χρόνια βασανιστήκαμε από την πείνα και την ανέχεια)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Συνών.
κεσάτι, φουκαραλίκι