ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιοκλούκι (ουσ. ουδ.) γιοκλούκ' [ʝoˈkluk] Μαλακ., Σίλατ. γιοκλούχ' [ʝoˈklux] Μισθ. γιοχλούχ̇ι [ʝoxˈluxi] Φάρασ. γιογλι-έχι [ʝoɣliˈeçi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. yokluk = α) απουσία, ανυπαρξία β) έλλειψη, ανέχεια.
Ανέχεια, φτώχεια. ό.π.τ. : Τρία χρόνες τζ̑αστεύταμ' μο την πείνα τζ̑αι το γιογλιέχι (Τρία χρόνια βασανιστήκαμε από την πείνα και την ανέχεια) Φάρασ. -Ζουρνατζ. Συνών. κεσάτι, φουκαραλίκι