ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουκαραλίκι (ουσ. ουδ.) φουχαρελίχι [fuxareˈlixi] Τσουχούρ. φουκαρλούχ' [fukarˈlux] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. fukaralık = φτώχεια, ανἐχεια, όπου και διαλεκτ. τύπ. fukaralıh.
Φτώχεια : Φουκαρλούχ' 'ντουν, τρώιξις ντου μι σα̈κια̈́ρ δου βούτ'ρους τσι ψωμί (Ήταν φτώχεια, έτρωγες βούτυρο με ζάχαρη και ψωμί) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Μέγα φουχαρελίχι, τα κόλλυβα ήσανdι σι μας ανdί σοκάρι (Μεγάλη φτώχεια, τα κόλλυβα ήτανε σε μας σαν γλυκό) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. γιοκλούκι, κεσάτι