φουκαραλίκι
(ουσ. ουδ.)
φουχαρελίχι
[fuxareˈlixi]
Τσουχούρ.
φουκαρλούχ'
[fukarˈlux]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. fukaralık = φτώχεια, ανἐχεια, όπου και διαλεκτ. τύπ. fukaralıh.
Φτώχεια
:
Φουκαρλούχ' 'ντουν, τρώιξις ντου μι σα̈κια̈́ρ δου βούτ'ρους τσι ψωμί
(Ήταν φτώχεια, έτρωγες βούτυρο με ζάχαρη και ψωμί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Μέγα φουχαρελίχι, τα κόλλυβα ήσανdι σι μας ανdί σοκάρι
(Μεγάλη φτώχεια, τα κόλλυβα ήτανε σε μας σαν γλυκό)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
γιοκλούκι, κεσάτι