φουρναρίζω
(ρ.)
φουρναρίζου
[furnaˈrizu]
Σίλ.
Αόρ.
φουρνάρσα
[furˈnarsa]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. φουρνάρης και παραγωγ. επίθμ. -ίζω.