ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουρτούνα (ουσ. θηλ.) φουρτούνα [fur'tuna] Ανακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. Από το μεσν. ουσ. φουρτούνα, το οπ. από το βενετ. ουσ. fortuna = α) τύχη (συνήθως κακή) β) καταιγίδα. Πβ. και τουρκ. ουσ. fırtına, όπου και διαλεκτ. τύπ. furtuna.
1. Τρικυμία Ανακ., Μισθ. : Ντου ντιακίζ' έχ μέγα φουρτούνα (η θάλασσα έχει μεγάλη τρικυμία) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. τιπίς
2. Χιονοθύελλα Ανακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. : Νισ̑κότανε φουρτούνες, βρέισ̑κεν, σ̑όνιζεν, Μάρτ’ τ͑οχουζού βγαλλίσ̑καμ’ τ’ αελάδες σην αέλ’ (Γίνονταν χιονοθύελλες, έβρεχε, χιόνιζε, (αλλά) στις εννέα Μαρτίου βγάζαμε τις αγελάδες στην αγέλη ) Ανακ. -Κωστ.Α. Ανέβη στου βουνί, ντετσ̑εί γένη νια φουρτούνα μεγάλο (Ανέβηκε στο βουνό, εκεί έγινε μιά μεγάλη χιονοθύελλα) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887 || Παροιμ. Το μέγον το ρουσ̑ί έσ̑ει μέον φουρτούνα (Το μεγάλο το βουνό έχει μεγάλη χιονοθύελλα˙ Οι σημαντικές θέσεις έχουν μεγάλες ευθύνες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τιπίς