φουσκί
(ουσ. ουδ.)
φουσκί
[fuʹsci]
Φλογ.
Aπό το μεταγν. φυσκίον = μαλακή ζύμη (LBG). H λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ., με την σημ. 'κοπριά ως λίπασμα'. Πβ. και τουρκ. fışkı = κοπριά, καβαλίνα, δάνειο από την ελλ. (Meyer 1893: 58-59, Symeonidis 1973: 194).
Κοπριά
:
Δεν κοιμήθαμε σα οντάδια, αλλά σο φουσκί απάνω μέσ' σο στάβλο
(Δεν κοιμηθήκαμε στα δωμάτια, αλλά πάνω στην κοπριά μέσα στο στάβλο)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025