ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φουστάνι (ουσ.) φουστάνι [fuˈstani] Φάρασ. φιστάνι [fiˈstani] Ανακ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ. φιστάν' [fiˈstan] Αραβαν., Σίλατ., Τελμ., Φλογ. φιστούνι [fiˈstuni] Αφσάρ. φιστανί [fistaˈni] Μαλακ., Μισθ. φιστόνι [fiˈstoni] Τσαρικ., Τσουχούρ. Από το μεσν. ουσ. φουστάνιον, το οπ. από το βεν./ιταλ. fustagno (< μεσν. λατιν. fustaneum = είδος βαμβακερού υφάσματος). Ο νεότ. τύπ. φιστάνι (Mackridge 2021: 149) από το τουρκ. fistan, όπου και διαλεκτ. τύπ. fustan. Κατά τον Nişanyan (2002- 2020, λ. fistan) όλοι οι τύπ. προέρχονται από το αραβ. fustān.
1. Φουστάνι, φόρεμα ό.π.τ. : Το κορίτσ̑' ένα φοράς ασ' σομ μπαπά τ' κι̂́ρεψεν ένα φιστάν' όπου να έχ' βούλα τα άστρα σον ουρανόν όπου είνdαι (Το κορίτσι γύρεψε από τον μπαμπά της ένα φουστάνι που θα είχε όλα όλα τα άστρα που είναι στον ουρανό) Σίλατ. -Dawk. Κατέρ'να φορών' φιστανί (Η Κατερίνα φορά φουστάνι) Μισθ. -Φατ. Τα φορώνετε τα φουστάνια, βγάλτε τα (Τα φουστάνια που φοράτε, βγάλτε τα) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ανομbρό φόραιναν τζ̑ιπά, 'ντεριά ούλλα φοραίνουν φιστάν' (Παλιά φόραγαν ζιπούνι, τώρα όλες φορούν φουστάνι) Αραβαν. -Dawk.JHS Ε νύφη, σήμουρου ερ να κρατήσεις τ’ ώνεμα χως τη βραδύ, α σα πάρω α φιστάνι γουτνουνώνα (Ε νύφη, σήμερα αν κρατήσεις την αλαλία ως το βράδυ, θα σου πάρω ένα φουστάνι μεταξωτό) Φάρασ. -Παπαδ. Το μέγα η κόρη ύριψιν α φιστόνι πρισιμώνα μο πούλα τσαι ζενίθα (Η μεγάλη η κόρη ζήτησε ένα φουστάνι μεταξωτό με πούλια και χάντρες) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Πβ. ιμάτι, σαγιάς :1
2. Ρόμπα Σίλ.