ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φραγμώνω (ρ.) φραγμώνω [fraγˈmono] Φάρασ. Υποτ. φραγμώσω [fraγˈmoso] Φάρασ. Από το μεσν. ρ. φραγμόω > φραγμώνω, το οπ. από το ουσ. φραγμός και το παραγωγ. επίθμ. -όω > -ώνω%i.
Φράζω, περιβάλλω με φράχτη Φάρασ. : Φραγμώνω τον ντόπα (Περιβάλλω με φράχτη το χωράφι) Φάρασ. -Ανδρ. Α υπάω να φραγμώσω τ' αμbέλι (Θα πάω να φράξω το αμπέλι) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Να μη φραγμώσ' το τσ̑οπί, γ̇ισκαλακία τζ̑ο τρως (Αν δεν περιφράξεις τον κήπο σου, κολοκυθάκια δεν τρως˙ Για να έχεις αποτέλεσμα, πρέπει να προνοήσεις) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Να μη φραγμώσ' το τσ̑οπί σου, 'ς του έσπειρες τσ̑ο τρως (Αν δεν περιφράξεις τον κήπο σου, από αυτά που έσπειρες δεν τρως˙ το ίδιο) Φάρασ. -Κελεκ.