φραγμώνω
(ρ.)
φραγμώνω
[fraγˈmono]
Φάρασ.
Υποτ.
φραγμώσω
[fraγˈmoso]
Φάρασ.
Από το μεσν. ρ. φραγμόω > φραγμώνω, το οπ. από το ουσ. φραγμός και το παραγωγ. επίθμ. -όω > -ώνω%i.
Φράζω, περιβάλλω με φράχτη
Φάρασ.
:
Φραγμώνω τον ντόπα
(Περιβάλλω με φράχτη το χωράφι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Α υπάω να φραγμώσω τ' αμbέλι
(Θα πάω να φράξω το αμπέλι)
Φάρασ.
-Ανδρ.
|| Παροιμ.
Να μη φραγμώσ' το τσ̑οπί, γ̇ισκαλακία τζ̑ο τρως
(Αν δεν περιφράξεις τον κήπο σου, κολοκυθάκια δεν τρως˙ Για να έχεις αποτέλεσμα, πρέπει να προνοήσεις)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Να μη φραγμώσ' το τσ̑οπί σου, 'ς του έσπειρες τσ̑ο τρως
(Αν δεν περιφράξεις τον κήπο σου, από αυτά που έσπειρες δεν τρως˙ το ίδιο)
Φάρασ.
-Κελεκ.