ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φρογκάω (ρ.) φροgάω [froˈgao] Φάρασ. φρουgώ [fruˈgo] Αραβαν., Γούρδ. φριγγώ [friˈgo] Μαλακ. Αόρ. φρούγξα [ˈfruγksa] Γούρδ. Αόρ. φρίγησα [ˈfriʝisa] Μαλακ. Αγν. ετύμ.
1. Τσουγκρίζω Φάρασ. : || Ασμ. Να δ-δέσουμε, να φροgήσουμ’ τα ’λ’τινά τα ’βά
να χορέψουμ', να πετάσουμ’, να βκούμ' σο χαβά
( Να χτυπήσουμε, να τσουγκρίσουμε τα κόκκινα αβγά
να χορέψουμε, να πετάξουμε, να βγούμε στον αέρα)
Φάρασ. -ΙΛΝΕ
Συνών. βουρουστουρντίζω, τσυγκρίζω
2. Αποβάλλω τις μύξες Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ.