φσαώνω
(ρ.)
φσαώνω
[fsaˈono]
Φάρασ.
σαώνω
[saˈono]
Κίσκ., Φάρασ.
Αόρ.
σάλσα
[ˈsalsa]
Κίσκ., Φάρασ.
Υποτ.
φσαώσω
[fsaˈoso]
Φάρασ.
Προστ.
σάλ'
[sal]
Κίσκ.
Παθ.
φσαούμαι
[fsaˈume]
Φάρασ.
Προστ.
σάου
[ˈsau]
Φάρασ.
Από το επίθ. φσαό με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -ώνω. Το σαώνω με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Κλείνω
:
Να ειπείς το "Ορτούλ, ζεμπίλ'», φσαούται
(Αν πεις «Κλείσε, υάκινθε», κλείνει (ο βράχος της σπηλιάς με τους θησαυρούς των κλεφτών))
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Ο Θεός τα δύο θύρες τζ̑ο φσαώνει τα
(Ο Θεός (και) τις δύο πόρτες δεν τις κλείνει˙ Εκεί που πέφτουμε στην δυστυχία, κάτι καλό μας παρουσιάζει ο Θεός)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αρμώνω, καρακώνω, σφαλίζω, τσουλιάζω, χαπατώνω :1