ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φσαώνω (ρ.) φσαώνω [fsaˈono] Φάρασ. σαώνω [saˈono] Κίσκ., Φάρασ. Αόρ. σάλσα [ˈsalsa] Κίσκ., Φάρασ. Υποτ. φσαώσω [fsaˈoso] Φάρασ. Προστ. σάλ' [sal] Κίσκ. Παθ. φσαούμαι [fsaˈume] Φάρασ. Προστ. σάου [ˈsau] Φάρασ. Από το επίθ. φσαό με την προσθήκη του παραγωγ. επιθμ. -ώνω. Το σαώνω με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος.
Κλείνω : Να ειπείς το "Ορτούλ, ζεμπίλ'», φσαούται (Αν πεις «Κλείσε, υάκινθε», κλείνει (ο βράχος της σπηλιάς με τους θησαυρούς των κλεφτών)) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Ο Θεός τα δύο θύρες τζ̑ο φσαώνει τα (Ο Θεός (και) τις δύο πόρτες δεν τις κλείνει˙ Εκεί που πέφτουμε στην δυστυχία, κάτι καλό μας παρουσιάζει ο Θεός) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. αρμώνω, καρακώνω, σφαλίζω, τσουλιάζω, χαπατώνω :1