φτάνω
(ρ.)
φτάνω
[ˈftano]
Ανακ., Φάρασ.
φτάνου
[ˈftanu]
Σίλ., Φάρασ.
Αόρ.
έφτασα
['eftasa]
Σίλ., Φάρασ.
Μτχ.
φτασμένου
[ftaˈzmenu]
Φάρασ.
Από το αρχ. ρ. φθάνω. Ο τύπ. φτάνω μεσν.
2. Ωριμάζω
Φάρασ.
:
Το σταφύλι φτάνει
(Το σταφύλι ωριμάζει)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Αδα̈́ τα μεϊβάδε έφτασαν μα;
(Αυτά τα φρούτα ωρίμασαν, ε;)
Φάρασ.
-Bağr.
|| Παροιμ.
Το σταφύλι 'φότεζ έν' σταφύλι, γρεύει 'πενενdάβου τσ̑αι φτάνει
(Το σταφύλι που είναι σταφύλι, κοιτάζει τὄνα τ' άλλο κι ωριμάζει˙ Κανείς δεν ξέρει από μόνος του κάτι)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γετίζω, γετιστίζω, γίνομαι, κεβρεντίζω
3. Επαρκώ, αρκώ
Σίλ., Φάρασ.
:
Φτάνουσ̑ι τα π͑αρά μας
(Αρκούν τα χρήματά μας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
'γώ σο γιουμbρούχι σου 'πέσου να μπω τσο φτάνω τα ντα πλερώσω
(Εγώ και να μπω μέσα στη φούχτα σου δε αρκώ να τη γεμίσω)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Συνών.
συφτάνω
β.
Και απρόσ., φθάνει, αρκεί
Σίλ.
:
Να πήγα ένα χρόνου, φταν̑εινόσκι με εμένα
(Aν πήγαινα για ένα χρόνο, μου έφτανε εμένα
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Φτάνει (που) παίζεις
(Αρκεί το παιχνίδι
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
4. Πειράζω, ενοχλώ, βλάπτω
Σίλ., Φάρασ.
:
Φτάνει μας άνουμους
(Μας πειράζει ο αέρας)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Κιριάς φτάνει μου
(Το κρέας με πειράζει)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Οπ' πολλή τσ̑η ζουλειά έφτασίν ντου
(Η πολλή δουλειά τον πείραξε)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
Σε μένα του τζ̑ο φτάνει το ισάνι, να σώσει πουά χρόνες
(Ο άνθρωπος που δεν με βλάπτει να ζήσει χίλια χρόνια˙ Ως ευχή)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
βαρώ, λαχαίνω :2, ντοχαντίζω, σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ
β.
Χτυπώ
Σίλ.
:
Έσ̑υρι ένα χαγιάς, έφτασι τέκνους
(Πέταξε μία πέτρα, χτύπησε το παιδί
)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.