ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτάνω (ρ.) φτάνω [ˈftano] Ανακ., Φάρασ. φτάνου [ˈftanu] Σίλ., Φάρασ. Αόρ. έφτασα ['eftasa] Σίλ., Φάρασ. Μτχ. φτασμένου [ftaˈzmenu] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. φθάνω. Ο τύπ. φτάνω μεσν.
1. Φθάνω ό.π.τ. : Το θεό κανείς τζ̑ο φτάνει τα (Τον Θεό κανείς δεν τον φτάνει) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γετίζω, ουλατίζω, συφτάνω
2. Ωριμάζω Φάρασ. : Το σταφύλι φτάνει (Το σταφύλι ωριμάζει) Φάρασ. -Ανδρ. Αδα̈́ τα μεϊβάδε έφτασαν μα; (Αυτά τα φρούτα ωρίμασαν, ε;) Φάρασ. -Bağr. || Παροιμ. Το σταφύλι 'φότεζ έν' σταφύλι, γρεύει 'πενενdάβου τσ̑αι φτάνει (Το σταφύλι που είναι σταφύλι, κοιτάζει τὄνα τ' άλλο κι ωριμάζει˙ Κανείς δεν ξέρει από μόνος του κάτι) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γετίζω, γετιστίζω, γίνομαι, κεβρεντίζω
3. Επαρκώ, αρκώ Σίλ., Φάρασ. : Φτάνουσ̑ι τα π͑αρά μας (Αρκούν τα χρήματά μας) Σίλ. -Κωστ.Σ. 'γώ σο γιουμbρούχι σου 'πέσου να μπω τσο φτάνω τα ντα πλερώσω (Εγώ και να μπω μέσα στη φούχτα σου δε αρκώ να τη γεμίσω) Φάρασ. -Παπαδ. Συνών. συφτάνω
β. Και απρόσ., φθάνει, αρκεί Σίλ. : Να πήγα ένα χρόνου, φταν̑εινόσκι με εμένα (Aν πήγαινα για ένα χρόνο, μου έφτανε εμένα ) Σίλ. -Κωστ.Σ. Φτάνει (που) παίζεις (Αρκεί το παιχνίδι ) Σίλ. -Κωστ.Σ.
4. Πειράζω, ενοχλώ, βλάπτω Σίλ., Φάρασ. : Φτάνει μας άνουμους (Μας πειράζει ο αέρας) Σίλ. -Κωστ.Σ. Κιριάς φτάνει μου (Το κρέας με πειράζει) Σίλ. -Κωστ.Σ. Οπ' πολλή τσ̑η ζουλειά έφτασίν ντου (Η πολλή δουλειά τον πείραξε) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. Σε μένα του τζ̑ο φτάνει το ισάνι, να σώσει πουά χρόνες (Ο άνθρωπος που δεν με βλάπτει να ζήσει χίλια χρόνια˙ Ως ευχή) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βαρώ, λαχαίνω :2, ντοχαντίζω, σοϊλετουρντίζω, τσιμπώ
β. Χτυπώ Σίλ. : Έσ̑υρι ένα χαγιάς, έφτασι τέκνους (Πέταξε μία πέτρα, χτύπησε το παιδί ) Σίλ. -Κωστ.Σ.