ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτενεύω (ρ.) φτενεύω [fteˈnevo] Αξ. Αόρ. φτένεψα [ˈftenepsa] Αξ. Παθ. φτενεύουμαι [fteˈnevume] Αξ. Νεότ. ρ. φτενεύω, το οπ. από το μεσν. επίθ. φτενός και το παραγωγ. επίθμ. -εύω.
1. Αδυνατίζω Αξ. : Το γουργούρι μ' φτένεψεν (Ο λαιμός μου αδυνάτισε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ζαϊφλαντίζω, κιοτουλαντίζω, λεφτύνω :1, ψελιανίσκω, ψελιάζω :2
2. Λεπταίνω κάτι Αξ. Συνών. ψελιάζω :1, ψελιανίσκω :1