φτενίτσικος
(επίθ.)
φτενίσ̑κο
[fteˈniʃko]
Αξ.
Από το επίθ. φτενός και το και το παραγωγ. επίθμ. -ίτσικος.
Πολύ λεπτός
Συνών.
ψιλίκκος, ψιλίτσικος, Αντίθ
αδρούτσικος
Τροποποιήθηκε: 12/05/2025