φταξιάρης
(επίθ.)
φταξιάρης
[ftaˈksçaris]
Σινασσ.
Από το αορ. θ. του ρ. φταίω και το παραγωγ. επίθμ. -ιάρης.
Φταίχτης
Τροποποιήθηκε: 10/06/2025