φτελίδι
(ουσ. ουδ.)
φτελίδι
[fteˈliði]
Σινασσ.
Από το μεσν. ουσ. πτελίδιον (μαρτυρούμενο ως κυριώνυμο), υποκορ. του ουσ. πτελέα = φτελιά. Η λ. και Πόντ.
Το δέντρο φτελιά
Συνών.
καραγάτσι