ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

-ι/-ί (επίθμ.) [-i] Αφσάρ., Καππ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. [-ˈi] Ανακ., Αραβαν., Ποτάμ., Σατ., Σίλατ., Σινασσ., Φάρασ. Αρχ. συνήθ. υποκορ. επίθμ. -ιον/-ίον με εξασθένηση της υποκορ. σημ. κυρίως από την μεσν. περίοδο. Η εξέλιξη -ιον > -ιν ήδη μεταγν. Στην συνέχεια, αποβλήθηκε και το τελικό .
Μετουσ. υποκορ. επίθμ. Καππ., Σατ., Φάρασ. : αλαμαλίδι (δαμάλι, αγελάδα μικρής ηλικίας) Καππ. γουρνί (μικρή πέτρινη ή ξύλινη λεκάνη για την υποδοχή ύδατος ή τροφής) Φάρασ., Σινασσ., Αραβαν., Σίλατ., Σατ. φραμί (θάμνος που χρησιμεύει ως φράχτης κήπων) Γούρδ. Συνών. -ίκκο, -ίτσι, -ίτσικος, -όκκο :1
β. Με ατονημένη την υποκορ. σημ. Αφσάρ., Καππ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φκόσ. : αλμεχτήρι (κάδος για άρμεγμα ) Σίλ., Καππ. γουργούρι (ο λαιμός εσωτερικά και εξωτερικά ) Μισθ., Φερτάκ., Τσουχούρ., Σίλ., Φλογ., Τελμ., Αξ., Ανακ., Σίλατ., Αφσάρ., Δίλ. μαντάλι (μάνταλο ) Σινασσ., Σίλ., Αφσάρ., Φκόσ. στραγάλι (αστράγαλος ) Φάρασ.