-ιακός
(επίθμ.)
-ιακός
[-aˈkos]
Ανακ., Σίλ.
-εκός
[-eˈkos]
Φάρασ.
Θηλ.
-ιακή
[-aˈci]
Ποτάμ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ.
-εκή
[-eˈci]
Καππ., Σίλ.
-ετσ̑ή
[-eˈtʃi]
Μισθ., Τσαρικ.
-εdζ̑ή
[-eˈdʒi]
Ανακ., Σατ., Φάρασ., Φκόσ.
Ουδ.
-ιακό
[-aˈko]
Καππ.
-εκό
[-eˈko]
Φάρασ.
Αρχ. επίθμ. -ιακός. Για την τροπή [ia] > [e] στα Φάρασα, βλ. Ανδριώτης (1948: 17).
Μετουσ. επίθμ. για τον σχηματ. επιθ. τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο έχει κάποιο χαρακτηριστικό ή ιδιότητα την οποία δηλώνει η πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αρνιακός
(αρνίσιο)
Τελμ.
γαμπριακός
(γαμπριάτικος)
Ανακ.
ηλιακό
(προσήλιο)
Μαλακ.
καρδιακός
(καρδιακός)
Φάρασ.
μεσιακός
(μεσαίος -α)
Σίλ.
νυφιακός
(νυφιάτικος)
Ανακ.
παιδιακά
(σπασμοί)
Ανακ.
χολιακός
(οξύθυμος)
Μισθ., Φλογ., Αξ., Γούρδ.
Συνών.
-ίτικος, -ώνας