ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιγκλίκι (ουσ. ουδ.) ινgλίκ' [iŋglic] Φάρασ. ιγκιλίκ [iŋɟiˈlik] Ανακ. εγλίκα [eˈɣlika] Τελμ. ιμbλίκι [imˈblici] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. ο̈nlük (< παλ. τουρκ. öŋ) = ποδιά.
Ποδιά ό.π.τ. : || Φρ. Σο ινgλίκ' σου ' πουκάτου μ' έσ' (Στην ποδιά του απουκάτω με έχεις˙ το έλεγαν οι άντρες όταν δέχονταν προσταγές από τις γυναίκες τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ετέκι, ντιζλίκα, πεσταμπάλι, ποδιά