ιγκλίκι
(ουσ. ουδ.)
ινgλίκ'
[iŋglic]
Φάρασ.
ιγκιλίκ
[iŋɟiˈlik]
Ανακ.
εγλίκα
[eˈɣlika]
Τελμ.
ιμbλίκι
[imˈblici]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. ο̈nlük (< παλ. τουρκ. öŋ) = ποδιά.
Ποδιά
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Σο ινgλίκ' σου ' πουκάτου μ' έσ'
(Στην ποδιά του απουκάτω με έχεις˙ το έλεγαν οι άντρες όταν δέχονταν προσταγές από τις γυναίκες τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
ετέκι, ντιζλίκα, πεσταμπάλι, ποδιά