ιδεί
(ουσ. ουδ.)
ιδεί
[iˈði]
Σινασσ.
Από το απαρεμφ. αορ. ἰδεῖν του αορ. εἶδα του ρ. θωρώ/τρανώ με ουσιαστικοπ.
Η μορφή του σώματος, η κομψότητα