ιζίνι
(ουσ. ουδ.)
ιζίνι
[iˈzini]
Σατ., Σίλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
ιζίν'
[iˈzin]
Αραβαν., Αραβ., Ουλαγ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. izin = άδεια.
1. Άδεια
ό.π.τ.
:
Α νταdά, δώσε με τ’ ιζίνι να γκαdζ̑έψω
(Α μπαμπά, δώσε μου την άδεια να μιλήσω)
Φάρασ.
-Dawk.
Να δώζ ιζίνι. να ποίκουμι το γάμου
(Να δώσεις άδεια να κάνουμε τον γάμο)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Μο του Θεού το ιζίνι, ήρτα να πάρω την κόρη σου
(Με την άδεια του Θεού, ήρθα να πάρω την κόρη σου)
Φάρασ.
-Grég.
Σο σοφρά σ̑ίφταχ να γκρέψεις ιζίν' να φέρεις και το σ̑κυλί σ' 'ντάμα σ'
(Στο τραπέζι, πρώτα να ζητήσεις την άδεια να φέρεις και το σκυλί σου μαζί)
Αραβαν.
-Φωστ.
Βρί'σκιν τσ̑αι μο του δεσπότη το ιζίνι
(Έβριζε και με την άδεια του δεσπότη)
Σατ.
-Παπαδ.
Οι Χριστιανοί ποίκαν ιριτσά σο δεσπότ’ να τους δώκ’ ιζίν’ να μη νηστέψουνε
(Οι Χριστιανοί έκαναν αίτηση στον δεσπότη να τους δώσει άδεια να μη νηστέψουνε)
Αραβ.
-ΚΜΣ-ΚΠ163
Χωρίς βαβά μου, μαμάς μου τ’ ιζίνι ρε πουρού να ποίσου ένα σ̑έι εγώ
(Χωρίς την άδεια του μπαμπά μου και της μαμάς μου εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ3
|| Φρ.
Δίτω ιζίνι
(Δίνω άδεια˙ επιτρέπω. Πβ. τουρκ. φρ. <em>izin vermek</em>.)
-Αναστασ.
2. Διορία, χρονικό περιθώριο
Σίλ.
:
Μένα ρώκι μου μονάχα τρεις μέρες ιζίνι
(Εμένα μου έδωσε μόνο τρεις μέρες διορία)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
βαντές :1, μουσαντές