ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ικιλίκι (ουσ. ουδ.) ικιλίκι [iciˈlici] Φάρασ. ικ͑ιλίκι [ikʰilici] Φάρασ. ικιλίκ' [iciˈlik] Ουλαγ. Από το τουρκ. ουσ. ikilik = α) δυαδικότητα β) παλαιότ., νόμισμα αξίας 2 άσπρων.
1. Νόμισμα αξίας δύο γροσίων ό.π.τ.
2. Δυάρι ό.π.τ.