ικιλίκι
(ουσ. ουδ.)
ικιλίκι
[iciˈlici]
Φάρασ.
ικ͑ιλίκι
[ikʰilici]
Φάρασ.
ικιλίκ'
[iciˈlik]
Ουλαγ.
Από το τουρκ. ουσ. ikilik = α) δυαδικότητα β) παλαιότ., νόμισμα αξίας 2 άσπρων.
1. Νόμισμα αξίας δύο γροσίων
ό.π.τ.
2. Δυάρι
ό.π.τ.