ιζιννεμές
(ουσ. αρσ.)
ιζιν-νεμές
[izinneˈmes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. izinname = α) άδεια β) άδεια γάμου, όπου και διαλεκτ. τύπ. izinneme.
Άδεια γάμου