ιζιννεμές
(ουσ. αρσ.)
ιζιν’νεμές
[izinneˈmes]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. izinname = α) άδεια β) άδεια γάμου, όπου και διαλεκτ. τύπ. izinneme.
Άδεια γάμου
Τροποποιήθηκε: 12/06/2025