ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ικιντζής (επίθ.) ικινdζής [icinˈdzis] Σίλ. ικ͑ινdζ̑ί [ikʰiˈnʤi] Αξ., Αραβαν., Σίλ., Τσουχούρ. Θηλ. ικινdζίσα [icinˈdzisa] Σίλ. Από το νεότ. επίθ. ἰκιντζής (πβ. Δαπόντ. Δακ. ἐφ. 14.3.24 «τὸν δὲ ἰκιντζὴ μαδένην Μεχμὲδ ἐφένδην τὸν ἔκαμε πὰς κάλφαν»), το οπ. από το τουρκ. επιθ. ikinci = δεύτερος. Ο τύπ. θηλ. ικιντζίσσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. στο ικιντζής.
Δεύτερος ό.π.τ. : Ικ͑ινdζ̑ί μου τ' παιρί (Το δεύτερό μου παιδί) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. δίκι