ιλανκαβί
(επίρρ.)
ιλανκαβί
[ilankaˈvi]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. yılankavi = οφιοειδής.
Οφιοειδώς
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024