ιλέτι
(ουσ. ουδ.)
ιλέτι
[iˈleti]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. = illet α) χρόνια ασθένεια, αναπηρία β) δυστυχία γ) αιτία.
Αναπηρία
:
Είπεν δι τζ̑ι ο γέρος: «'γώ τζ̑ο άζω τα, έχω ιλέτι»
(Τούς είπε ο γέρος: «Εγώ δεν τα αλλάζω, έχω αναπηρία»)
Φάρασ.
-Dawk.