ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιλέτι (ουσ. ουδ.) ιλέτι [iˈleti] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. = illet α) χρόνια ασθένεια, αναπηρία β) δυστυχία γ) αιτία.
Αναπηρία : Είπεν δι τζ̑ι ο γέρος: «'γώ τζ̑ο άζω τα, έχω ιλέτι» (Τούς είπε ο γέρος: «Εγώ δεν τα αλλάζω, έχω αναπηρία») Φάρασ. -Dawk.