ιλατσλατίζω
(ρ.)
ιλατσ̑λατίζω
[ilatʃlaˈtizο]
Φάρασ.
ιλατσ̑λατίζου
[ilatʃlaˈtizu]
Φάρασ.
Από τον αόρ. ilaçladı του τουρκ. ρ. ilaçlamak και το παραγωγ. επίθμ -ίζω.
Δίνω φάρμακα για θεραπεία
ό.π.τ.