-ικος
(επίθμ.)
-ικος
[-ikos]
Σινασσ.
-ικο
[-iko]
Ανακ., Μισθ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
-ικου
[-iku]
Μαλακ., Μισθ.
-'κο
[-ko]
Αξ.
Μσν. επίθμ. -ικος, το οπ. από το λατιν. μετουσ. επίθημα κτητικών επιθέτων -icus.
Μετονομ. επίθ. για τον σχηματ. επιθέτων ή ουσιαστικών τα οποία δηλώνουν ότι το προσδιοριζόμενο φέρει ιδιότητα σχετική με αυτό που δηλώνεται από την πρωτότυπη λέξη
ό.π.τ.
:
αφσάρικος
(ζωηρός, αυθάδης)
Σινασσ.
αχτάρικο
(ψιλικατζίδικο)
Σινασσ.
εικοσάρικο
(που αποτελείται από είκοσι μονάδες)
Μισθ., Ανακ.
μαλακοπίτικος
Μαλακ.
παγάρτσικο
(άζυμο ψωμί)
Φάρασ.
τσουρούκικος
(ελλιπής, λειψός)
Σινασσ.
μιστιώτικος
Μισθ., Αξ.
Συνών.
-άδι :1, -ανός, -άρι :1