ικράμι
(ουσ. ουδ.)
ικράμι
[iˈkrami]
Σίλ.
ικράμ'
[iˈkram]
Φλογ.
Από το νεότ. ουσ. ἰκράμι (Μackridge 2021: 246), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ikram = α) ένδειξη τιμής, περιποίησης β) έκπτωση.
Συνήθως στον πληθ., τιμές, περιποιήσεις, τραταρίσματα προς επισκέπτες
ό.π.τ.
:
Ποίκι μας πολλά ικράμια
(Μας έκανε πολλές περιποιήσεις)
Σίλ.
-Καρίπ.
Ποίκαν μας πολύ ικράμ', ποίκαν μας τραπέζ'
(Mας έκαναν μεγάλες περιποιήσεις, μας έκαναν το τραπέζι)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811