ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ικράμι (ουσ. ουδ.) ικράμι [iˈkrami] Σίλ. ικράμ' [iˈkram] Φλογ. Από το νεότ. ουσ. ἰκράμι (Μackridge 2021: 246), το οπ. από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. ikram = α) ένδειξη τιμής, περιποίησης β) έκπτωση.
Συνήθως στον πληθ., τιμές, περιποιήσεις, τραταρίσματα προς επισκέπτες ό.π.τ. : Ποίκι μας πολλά ικράμια (Μας έκανε πολλές περιποιήσεις) Σίλ. -Καρίπ. Ποίκαν μας πολύ ικράμ', ποίκαν μας τραπέζ' (Mας έκαναν μεγάλες περιποιήσεις, μας έκαναν το τραπέζι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811