ιλάχι
(επιφ.)
ιλάχ̇ι
[iˈlaxi]
Αφσάρ.
ιλάχ̇ιμ
[iˈlaxim]
Αφσάρ.
'λάχα
[ˈlaxa]
Φερτάκ.
Κατά τον Ανδριώτη (1960: 93-94), από την μεσν. φρ. εἰ λάχει με την σημασιολ. εξέλιξη ‘αν τύχει’ > ‘ίσως’ > ‘είθε’, πβ. Διγ. Άνδρ. στ. 25-26 (κριτ. υπόμν.) «Ἀμὴ πολέμησέ τον καὶ ἀλλάχι νὰ τὸν νικήσῃς». Ο τύπ. λάχα με αποβολή του αρκτ. άτονου φων. ή φωνολογική μείωση λόγω γραμματικοποίησης και προχωρητική αφομ. [a-i > a-a]. Δεν αποκλείεται όμως και σύναψη με το τουρκ. επίρρ. illaki = οπωσδήποτε, όπου και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. illah.
Πβ.
ίλλε