ιλεχέμι
(ουσ. ουδ.)
ιλεχέμι
[ileˈçemi]
Φάρασ.
ιλεχ̇ίμι
[ileˈximi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. lehim = κασσίτερος.
Κασσίτερος, ουσία για την συγκόλληση μετάλλων και κατ' επέκτ. συγκόλληση
Πβ.
λεχιμλετίζω, Συνών.
καλάι