ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ιλεχέμι (ουσ. ουδ.) ιλεχέμι [ileˈçemi] Φάρασ. ιλεχ̇ίμι [ileˈximi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. lehim = κασσίτερος.
Κασσίτερος, ουσία για την συγκόλληση μετάλλων και κατ' επέκτ. συγκόλληση Πβ. λεχιμλετίζω, Συνών. καλάι
Τροποποιήθηκε: 23/11/2024