λεχιμλετίζω
(ρ.)
λεχ̇ιμλετίζω
[lexɯmeˈtizo]
Μαλακ.
ιλεχ̇ιμλετίζω
[ileximleˈtizo]
Φάρασ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. lehimlemek = κολλώ μέταλλα με κασσίτερο (< lehim = κασσίτερος).