ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

λεχιμλετίζω (ρ.) λεχιμλετίζω [leçimleˈtizo] Μαλακ. ιλεχεμλετίζου [ileçemleˈtizu] Φάρασ. Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. lehimlemek = κολλώ μέταλλα με κασσίτερο (< lehim = κασσίτερος).
1. Κολλώ με κασσίτερο Μαλακ. Πβ. ιλεχέμι
2. Κολλώ, επικολλώ, συγκολλώ Φάρασ. Συνών. γιαπιστιρντίζω, κολλώ :1
3. Σφραγίζω Φάρασ. Συνών. βουλίζω, βουλώνω, μουχουρλατίζω, φραΐζω :1
Τροποποιήθηκε: 02/05/2025