γιαπιστιρντίζω
(ρ.)
γιαπι̂σ̑τι̂ρτίζω
[ʝapɯʃtɯrˈtizo]
Μαλακ.
γιαπουσ̑τιρντίζω
[ʝapuʃtirˈdizo]
Μισθ.
γιαπουσ̑τουρντίζω
[ʝapuʃturˈdizo]
Τροχ., Φάρασ.
γιαπ͑ουσ̑τουρντίζω
[ʝapʰuʃtʰurˈdizo]
Αφσάρ.
γιαπουσ̑τουρντούζω
[ʝapuʃturˈduzo]
Τελμ.
γιαπουσ̑ταρντίζου
[ʝapuʃtarˈdizu]
Φάρασ.
γιαπ͑ουσ̑τουρντάω
[ʝapʰuʃturˈdao]
Φάρασ.
Αόρ.
γιαπουστούρτζισα
[ʝapuˈsturdzisa]
Σίλ.
γιαπι̂σ̑τι̂́ρσα
[ʝapɯˈʃtɯrsa]
Μαλακ.
γιαπουσ̑τούρσα
[ʝapuˈʃtursa]
Αξ., Μαλακ., Ποτάμ., Σίλατ.
Από το τουρκ. ρ. yapıştırmak (αόρ. yapıştırdı) = α) κάνω κάτι να κολλήσει β) χαστουκίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κάνω κάτι να κολλήσει, προσκολλώ
Μαλακ., Σίλατ., Σίλ., Φάρασ.
:
Πήρεν λίγο ζ̑υμάρ' και σέμασεν 'μπέσω τ' το λαχτυλίδα και γιαπουσ̑τούρσεν ντο σο τουνdούρ'
(Πήρε λίγο ζυμάρι, έβαλε μέσα το δαχτυλίδι και το κόλλησε στον φούρνο)
Σίλατ.
-Dawk.
Τότ' οπ' κονdά τσης ήτον τ' απζεμζέμ σουγιού, ποίκι νιούτζουκου 'ς κεφαλ̑ήν του· 'πώσκιαν τα γιαπουστούρτζησι, παρί σ'κώσ'κι ολόρτα
(Τότε αφού είχε μαζί της το αθάνατο νερό, έκανε κάτι λίγο στο κεφάλι του· αφού το ξανακόλλησε, το παιδί σηκώθηκε όρθιο, αναστήθηκε)
Σίλ.
-Αρχέλ.
Συνών.
κολλώ
2. Αλείφω κάτι σε μιά επιφάνεια
Αξ., Μαλακ., Τελμ.
:
Γιαπουσ̑τουρντούζ̑’ λίγο μέλ' σο ο̈λτσ̑ουδιού σ̑η ρίζα
(Πασαλείφει με λίγο μέλι τον πάτο της ζυγαριάς)
Τελμ.
-Dawk.
Ιτό του qομουσ̑ού τα γιαπουσ̑τούρσιν λίγου πίσσα σου ρουπιού τουν γκώλου
(Αυτός ο γείτονας άλειψε λίγη πίσσα στον πάτο της μεζούρας)
Μαλακ.
-Dawk.
Συνών.
αγλατώνω, αλείφω, γιαγλαντίζω :1, τσαλντώ :4
3. Χαστουκίζω
Μισθ.
:
Τι σ̑όι είν' ατό; Γιαπουστούρντα 'ου ντυό!
(Τι σόι άνθρωπος είναι αυτός; Ρίξ' του δυο χαστούκια!)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
σαπλαντώ