γιάντα
(σύνδ.)
γιάτˈdα
[ˈʝatda]
Φλογ.
Από τον νεότ. σύνδ. γιάειντα, ο οπ. από την πρόθ. για και την ερωτημ. αντων. είντα (βλ. ΙΛΝΕ, λ. γιάντα). Ο τύπ. γιάτ’dα με επίδρ. του συνδ. γιατί.
Ερωτηματικός σύνδεσμος που εισάγει ευθείες ερωτήσεις μερικής άγνοιας, γιατί
Φλογ.
Συνών.
αματί :1, γιατί, νάτσι, σοτίπως :1