ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανίγαρας (ουσ. αρσ.) γιανι̂́γαρα [ʝaˈnɯɣara] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. γιανούγαρα [ʝaˈnuɣara] Ανακ., Μισθ. γιανούγιαρα [ʝaˈnuʝara] Ανακ. 'ανίγαρας [aˈniɣaras] Σινασσ. Aπό το τουρκ. ουσ. yanıkara = α) επώδυνος υποδόριος όγκος β) πρησμένος βουβωνικός λεμφαδένας λόγω πανώλης γ) διαλεκτ., η ασθένεια άνθραξ
1. Η ασθένεια άνθραξ Μαλακ., Σινασσ.
2. Φρικτή ασθένεια, σε κατάρες ό.π.τ. : Να βγάλεις το γιανι̂́γαρα! (Να πάθεις την κακιά πανούκλα!) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Να 'ινείς γιανι̂́γαρα! (Να πάθεις πανούκλα!) Φερτάκ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Απ' τα μέσα κάτ' γένα γιανούγαρα, λέ', καταρίστη του (Απ' την μέση και κάτω να πάθεις βαριά αρρώστια, λέει, τον καταράστηκε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γιουμουρτζάχ