γιανίγαρας
(ουσ. αρσ.)
γιανι̂́γαρα
[ʝaˈnɯɣara]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
γιανούγαρα
[ʝaˈnuɣara]
Ανακ., Μισθ.
γιανούγιαρα
[ʝaˈnuʝara]
Ανακ.
'ανίγαρας
[aˈniɣaras]
Σινασσ.
Aπό το τουρκ. ουσ. yanıkara = α) επώδυνος υποδόριος όγκος β) πρησμένος βουβωνικός λεμφαδένας λόγω πανώλης γ) διαλεκτ., η ασθένεια άνθραξ
1. Η ασθένεια άνθραξ
Μαλακ., Σινασσ.
2. Φρικτή ασθένεια, σε κατάρες
ό.π.τ.
:
Να βγάλεις το γιανι̂́γαρα!
(Να πάθεις την κακιά πανούκλα!)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Να 'ινείς γιανι̂́γαρα!
(Να πάθεις πανούκλα!)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Απ' τα μέσα κάτ' γένα γιανούγαρα, λέ', καταρίστη του
(Απ' την μέση και κάτω να πάθεις βαριά αρρώστια, λέει, τον καταράστηκε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γιουμουρτζάχ