γιάντες
(ουσ. ουδ.)
γιάdες
[ˈʝades]
Ανακ., Μαλακ.
γιάdας
[ˈʝadas]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. lades/lâdes (< περσ. yād ast = θυμάμαι), όπου και διαλεκτ. τύπ. yâdes. Πβ. νεότ. ουσ. γιάδεστι με την σημ. 1 (Mackridge 2021: 106).
1. Το παιχνίδι μνήμης γιάντες, κατά το οπ. πρώτα όριζαν το στοίχημα και έσπαγαν το διχαλωτό κόκκαλο του στέρνου μιας κότας, και κατόπιν νικούσε εκείνος ο παίκτης που έδινε ξαφνικά το κομμάτι του κόκκαλου στον αντίπαλό του και του έλεγε «Κόλλησέ το!», εφόσον ο τελευταίος ξεχνιόταν και έπαιρνε το κομμάτι
Ανακ.