γιαντζούχα
(ουσ. θηλ.)
γιανdζούχα
[ʝanˈdzuxa]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. yancık = α) ταγάρι β) διαλεκτ., θήκη, πορτοφόλι, όπου και διαλεκτ. τύπ. yancuk.
1. Χάρτινη θήκη για τα σπίρτα
Πβ.
κιρμπίτι
2. Μικρή τσάντα