γιανιλντίζω
(ρ.)
γιανι̂λντι̂́ζω
[ʝanɯˈldɯzo]
Αξ.
Από το τουρκ. ρ. yanılmak (αόρ. yanıldı) = σφάλλω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σφάλλω, κάνω λάθoς
Αξ.
:
|| Παροιμ.
Το ξεύρ' πολλά κανείς, πολύ γιανι̂λντι̂́ζ'
(Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά, κάνει πολύ λάθος˙ ακόμη και οι πολυμαθείς κάνουν λάθη)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πβ.
λιαρώνω