ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιανιλντίζω (ρ.) γιανι̂λντι̂́ζω [ʝanɯˈldɯzo] Αξ. Από το τουρκ. ρ. yanılmak (αόρ. yanıldı) = σφάλλω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
Σφάλλω, κάνω λάθoς Αξ. : || Παροιμ. Το ξεύρ' πολλά κανείς, πολύ γιανι̂λντι̂́ζ' (Ο άνθρωπος που ξέρει πολλά, κάνει πολύ λάθος˙ ακόμη και οι πολυμαθείς κάνουν λάθη) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πβ. λιαρώνω