γιάνγκι
(σύνδ.)
γιάνdζι
[ˈʝandzi]
Μισθ.
γιάντσι
[ˈʝantsi]
Μισθ.
γιάνgι
[ˈʝaŋɟi]
Ουλαγ.
γιάνg'
[ˈʝaŋg]
Ουλαγ.
Αγν. ετύμ. Μη πιθ. η ετυμολόγηση του Καραποτόσογλου (2003: 196) από το τουρκ. διαλεκτ. yañkı = α) ειδάλλως β) αυτός ακριβώς.
Χρονικός σύνδεσμος, αφότου, από την στιγμή που
ό.π.τ.
:
Γιάνg' ήρτες, κλαις
(Από την ώρα που ήρθες, κλαις)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Έχ' σαράνdα ντυό χρόνια γιάντσι χάη μάνα μ'
(Έχει σαράντα δύο χρόνια αφότου πέθανε η μάνα μου )
Μισθ.
Γιάνdζι πήρα ντου άνdρα μ', πολύ καλά περνώ
(Από τότε που πήρα τον άντρα μου, πολύ καλά περνώ)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Έχ' ογντοήνdα τέσσιρα χρόνια γιάνdζ' ήρταμ'
(Έχει 84 χρόνια από τότε που ήρθαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ γιάνdζι έφαγα τίδου, τσιλάγκαρα, ντα ζοχάδες έφ'χαν
(Εγώ από τότε που έφαγα τέτοιο, σκαντζόχοιρο, οι αιμορροΐδες έφυγαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ζάνκαι, κιλόθι