γιαμπαντζιλίκι
(ουσ. ουδ.)
γιαπαντσ̑ιλίχι
[ʝapantʃiˈliçi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. yabancılık = η ιδιότητα του ξένου.
1. Η ιδιότητα του ξένου
2. Ξενιτιά
Συνών.
αξενίτσα, γιαμπάνι :3, γαριπλίκι :1, κουρμπέτι, κουρμπετλίκι