ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαμάνι (επίθ.) γιαμάνι [ʝaˈmani] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. yaman = α) καταπληκτικός β) τρομερός γ) καταστροφικός δ) διαλεκτ., επιδέξιος.
Δραστήριος, άξιος, ικανός ό.π.τ. : Ατό το βόιδι ένι σo ζευγάρι γιαμάνι (Αυτό το βόδι είναι άξιο στο όργωμα) Φάρασ. -Αναστασ. Γουρουλτά τσ̑όγας, τεμέκ πήριν α γιαμάνι γαϊδίρι (Περηφανεύεται κιόλας ότι τάχα πήρε ένα ρωμαλέο γαϊδούρι) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. αψύς :2