γιαμάνι
(επίθ.)
γιαμάνι
[ʝaˈmani]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. yaman = α) καταπληκτικός β) τρομερός γ) καταστροφικός δ) διαλεκτ., επιδέξιος.
Δραστήριος, άξιος, ικανός
ό.π.τ.
:
Ατό το βόιδι ένι σo ζευγάρι γιαμάνι
(Αυτό το βόδι είναι άξιο στο όργωμα)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Γουρουλτά τσ̑όγας, τεμέκ πήριν α γιαμάνι γαϊδίρι
(Περηφανεύεται κιόλας ότι τάχα πήρε ένα ρωμαλέο γαϊδούρι)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
αψύς :2