γιαλαντίζω
(ρ.)
γιαλαΐζου
[ʝalaˈizu]
Σίλ.
γιαλαdώ
[ʝalaˈdo]
Σίλ.
Αόρ.
γιαλάτ'σα
[ʝaˈlatsa]
Ουλαγ., Φερτάκ.
Από το τουρκ. ρ. yalamak (αόρ. yaladı) = α) γλείφω β) ξύνω ελαφρά μιά επιφάνεια γ) σβήνω (με την γλώσσα).
Γλείφω
Ουλαγ., Σίλ., Φερτάκ.
:
Ήβρε ένα μο̈χΰρ'· γιαλάτ'σεν ντο
(Βρήκε έναν σφραγιδόλιθο· τον έγλειψε)
Φερτάκ.
-Dawk.
Έσεκέν ντο το γιαρά τ' απάν' και γιαλάτ'σαν ντο
(Το έβαλε πάνω στην πληγή του και το έγλειψε)
Ουλαγ.
-Dawk.
Πήρι τ’ μήλου· γιαλαdά του
(Πήρε το μήλο· το γλείφει)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
γλείφω :1