ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γιαλαντίζω (ρ.) γιαλαΐζου [ʝalaˈizu] Σίλ. γιαλαdώ [ʝalaˈdo] Σίλ. Αόρ. γιαλάτ'σα [ʝaˈlatsa] Ουλαγ., Φερτάκ. Από το τουρκ. ρ. yalamak (αόρ. yaladı) = α) γλείφω β) ξύνω ελαφρά μιά επιφάνεια γ) σβήνω (με την γλώσσα).
Γλείφω Ουλαγ., Σίλ., Φερτάκ. : Ήβρε ένα μο̈χΰρ'· γιαλάτ'σεν ντο (Βρήκε έναν σφραγιδόλιθο· τον έγλειψε) Φερτάκ. -Dawk. Έσεκέν ντο το γιαρά τ' απάν' και γιαλάτ'σαν ντο (Το έβαλε πάνω στην πληγή του και το έγλειψε) Ουλαγ. -Dawk. Πήρι τ’ μήλου· γιαλαdά του (Πήρε το μήλο· το γλείφει) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Συνών. γλείφω :1